-
1 расширение
расширение с 1) фаз., мед. η διαστολή 2) η επέκταση, η διεύρυνση; \расширение культурных связей η επέκταση των μορφωτικών σχέσεων* * *с1) физ., мед. η διαστολή2) η επέκ-ταση, η διεύρυνσηрасшире́ние культу́рных свя́зей — η επέκταση των μορφωτικών σχέσεων
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek